- καιετοί
- καιετόςa pitmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CAEADAS — Graece Καιάδας,, barathrum erat prope Lacedaemonem, in quod malesicos conicere soliti erant; quemadmodum in Messeniacis Pausan. memorat, Aristomenem εἰς τὸν Καιἁδαν, in Caeadam, coniectum et ibi triduum commoratum, per sublustres> tenebras… … Hofmann J. Lexicon universale
κητώεις — κητώεις, εσσα, εν (Α) 1. (ομηρικό επίθ. τής Λακεδαίμονος) ο γεμάτος κοιλότητες, χαράδρες, σπηλιές («οἵ δ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Δούρειο Ίππο) σπηλαιώδης, κοίλος, κούφιος 3. πελώριος, τεράστιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης … Dictionary of Greek